καταγίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταγίνομαι < κατά + γίνομαι

καταγίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. ασχολούμαι
  2. καταπιάνομαι με κάτι, ένα αντικείμενο ή μια ασχολία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]