κατακάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακάνα < (λόγιο δάνειο) ιαπωνική 片仮名 (katakana)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατακάνα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]