κατακραυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατακραυγή οι κατακραυγές
      γενική της κατακραυγής των κατακραυγών
    αιτιατική την κατακραυγή τις κατακραυγές
     κλητική κατακραυγή κατακραυγές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακραυγή < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατακραυγή (δυνατή κραυγή) < ελληνιστική κοινή κατακραυγάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική clameur[1]) Μορφολογικά, κατα- + κραυγή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ta.kɾaˈvʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κραυ‐γή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατακραυγή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατακραυγή < ελληνιστική κοινή κατακραυγάζω (αναδρομικός σχηματισμός)[1] (αρχαία ελληνική κραυγή > κραυγάζω) . Μορφολογικά, κατα- + κραυγή (< κραυγάζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατακραυγή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κραυγάζω

Αναφορές

[επεξεργασία]