κατακρεούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατακρεούργημα < κατακρεουργώ, κατακρεουργη- + -μα. Μορφολογικά αναλύεται σε κατα- + κρεούργημα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.kɾeˈuɾ.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κρε‐ούρ‐γη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατακρεούργημα[1] ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατακρεουργώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατακρεούργημα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λήγουν σε -κρεούργημα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)