κατασκορπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατασκορπίζω < ελληνιστική κοινή κατασκορπίζω < κατα- + σκορπίζω

κατασκορπίζω (παθητική φωνή: κατασκορπίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα