κατασπίλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατασπίλωμα τα κατασπιλώματα
      γενική του κατασπιλώματος των κατασπιλωμάτων
    αιτιατική το κατασπίλωμα τα κατασπιλώματα
     κλητική κατασπίλωμα κατασπιλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατασπίλωμα < κατασπιλώνω + -μα

Επίθετο[επεξεργασία]

κατασπίλωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κατασπίλωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)