καταστηματάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταστηματάρχης οι καταστηματάρχες
      γενική του καταστηματάρχη των καταστηματαρχών
    αιτιατική τον καταστηματάρχη τους καταστηματάρχες
     κλητική καταστηματάρχη καταστηματάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστηματάρχης < καταστηματ- (κατάστημα) + -άρχης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chef d΄établissement

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ta.sti.maˈtaɾ.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐στη‐μα‐τάρ‐χης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταστηματάρχης αρσενικό (θηλυκό καταστηματάρχισσα)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]