καταστρέφομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταστρέφομαι< παθητική φωνή του ρήματος καταστρέφω

καταστρέφομαι

• κάνω πληγές δημιουργώ κενά , φθείρομαι , χαλάω έμενα ψυχικά , σωματικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]