κατατακτήριες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | κατατακτήριες | ||
γενική | των | κατατακτηρίων | ||
αιτιατική | τις | κατατακτήριες | ||
κλητική | κατατακτήριες | |||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατατακτήριες < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κατατακτήριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατατακτήριες θηλυκό στον πληθυντικό
- (εκπαίδευση) εξετάσεις που αποσκοπούν στην κατάταξη σε συγκεκριμένη εκπαιδευτική βαθμίδα ή σχολή σπουδαστών ή αποφοίτων άλλων βαθμίδων ή σχολών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατατακτήριες
|