καταυλακιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταυλακιώτης < κάτω από το αυλάκ(ι), δηλαδή τον Ισθμό της Κορίνθου + -ιώτης → δείτε Ισθμός της Κορίνθου στη Βικιπαίδεια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.vlaˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ταυ‐λα‐κιώ‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καταυλακιώτης αρσενικό (θηλυκό καταυλακιώτισσα)
- (συνήθως μειωτικό) Πελοποννήσιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μειωτικός όρος για τους Πελοποννήσιους
|