καταφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καταφέρνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταφέρω < αρχαία ελληνική καταφέρω < (κατά) κατα- + φέρω

καταφέρω, πρτ.: κατέφερα, αόρ.: κατέφερα, παθ.φωνή: καταφέρομαι, π.αόρ.: καταφέρθηκα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγκρίνετε με την κλίση του καταφέρνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταφέρω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφέρνω
  2. θα καταφέρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφέρνω