κατοικοεδρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατοικοεδρεύω < κατοικώ + -ο- + εδρεύω

κατοικοεδρεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]