κατοστάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατοστάρης οι κατοστάρηδες
      γενική του κατοστάρη των κατοστάρηδων
    αιτιατική τον κατοστάρη τους κατοστάρηδες
     κλητική κατοστάρη κατοστάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατοστάρης < κατοστάρι + -ης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατοστάρης αρσενικό (θηλυκό κατοστάρα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]