κατρακυλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατρακυλώ < (ελληνιστική κοινή) κατακυλίω < κατά + κυλίω

κατρακυλώ

  1. πέφτω κυλώντας απότομα από ένα υψηλότερο επίπεδο σ' ένα χαμηλότερο
  2. αναγκάζω κάτι να κατρακυλίσει
  3. (μεταφορικά) υφίσταμαι πτώση ή μείωση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]