κατσί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσί | τα | κατσιά |
γενική | του | κατσιού | των | κατσιών |
αιτιατική | το | κατσί | τα | κατσιά |
κλητική | κατσί | κατσιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατσί(ν) < κατσίον. Δείτε αναλυτικά στο ελληνιστικό κάττα και το λατινικό cattus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατσί ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατσί
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατσί ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) άλλη μορφή του κατσίν γατί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θηλαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζώα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)