καϊπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καϊπώνω < τουρκική kayıp (χαμένος) + -ώνω < αραβική غائب (gayıb) < οθωμανική τουρκική غائب (ḡāib, κρυμμένος, αόρατος) < غاب < ρίζα غ ي ب‎ (ḡ-y-b)

καϊπώνω (παθητική φωνή: καϊπώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]