καῦμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καῦμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καῦμα ουδέτερο

  1. μεγάλη, υπερβολική ζέστη
  2. σημάδι ιδιοκτησίας στο δέρμα ανθρώπου ή ζώου, που έγινε με καυτηριασμό