κβαντικό δυφίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κβαντικό δυφίο < κβαντικός + δυφίο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική quantum bit
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κβαντικό δυφίο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (πληροφορική), (κρυπτογραφία) βασική μονάδα κβαντικής πληροφορίας που παριστάνει 0 ή 1, αλλά μπορεί να μεταφέρεται από ένα σωματίδιο όντας ταυτόχρονα και στις δύο καταστάσεις ως τη στιγμή που θα μετρηθεί ή θα αναλυθεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κβαντικό δυφίο