κελεπτσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κελεπτσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kelepçe
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κελεπτσές αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014