κεφαλαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεφάλαιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
      γενική του κεφαλαίου των κεφαλαίων
    αιτιατική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
     κλητική κεφαλαίο κεφαλαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεφαλαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλαίος < κεφαλή, (απόδοση) γαλλική capitale[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ce.faˈle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λαί‐ο
τονικό παρώνυμο: κεφάλαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεφαλαίο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]