κεχρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Κεχρί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεχρί τα κεχριά
      γενική του κεχριού των κεχριών
    αιτιατική το κεχρί τα κεχριά
     κλητική κεχρί κεχριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κεχρί < μεσαιωνική ελληνική κεχρί(ν) < κεγχρίον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) κέγχρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κεχρί ουδέτερο

  • (φυτό) γενική ονομασία διαφόρων ποωδών φυτών της οικογένειας Αγρωστώδη (Graminae)· παράγουν μικρά εδώδιμα σπέρματα, που χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου ή των ζώων.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]