κηροθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηροθήκη θηλυκό
- θήκη με μια ή συνήθως περισσότερες κοίλες θέσεις για την τοποθέτηση των κεριών στις εκκλησίες, από τις οποίες μπορούν να τα παραλάβουν οι πιστοί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κηροθήκη
|