κιτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit < μέση ολλανδική kitte

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkit/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιτ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιτ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]