κλίμακα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλίμακα οι κλίμακες
      γενική της κλίμακας των κλιμάκων
    αιτιατική την κλίμακα τις κλίμακες
     κλητική κλίμακα κλίμακες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλίμακα στην Ι.Μ. Γρηγορίου του Αγίου Όρους.
η ντο μείζονα κλίμακα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλίμακα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλῖμαξ από την αιτιατική τὴν κλίμακα
Δείτε και σκάλα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkli.ma.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλί‐μα‐κα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλίμακα θηλυκό

  1. η σκάλα
  2. (γεωγραφία) αριθμητικό κλάσμα που εκφράζει την αναλογία ανάμεσα στις διαστάσεις που απεικονίζονται σε έναν χάρτη και τις πραγματικές
    ο χάρτης είναι σε κλίμακα 1:50 000, δηλαδή 1 εκατοστόμετρο στο χάρτη απεικονίζει 500 μέτρα στην πραγματικότητα
  3. (φυσική) σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου με το οποίο μετρούνται φυσικά μεγέθη
    θερμομετρική κλίμακα, κλίμακα (βαθμών) Κελσίου, κλίμακα (βαθμών) Φαρενάιτ, κλίμακα (βαθμών) Ρίχτερ
  4. (μουσική) καθορισμένη σειρά από φθόγγους σε διαδοχική σειρά (ανιούσα ή κατιούσα
    Θα εξεταστείτε σε κλίμακες και αρπέζ
    χρωματική κλίμακα: προχωρά ανά 1 ημιτόνιο
    διατονική κλίμακα: προχωρά ανά τόνους και ημιτόνια
    μείζων κλίμακα, μείζονα κλίμακα: προχωρά κατά 2 τόνους, 1 ημιτόνιο, 3 τόνους, 1 ημιτόνιο
    ελάσσων κλίμακα, ελάσσονα κλίμακα
     συνώνυμα: σκάλα, (γκάμα)
    → δείτε και τη λέξη τρόπος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κλίμακα θηλυκό