κλαπαρχίδας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλαπαρχίδας < (ηχομιμητική λέξη) κλαπ + αρχίδια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλαπαρχίδας αρσενικό, κλαπαρχίδω θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) που είναι άχρηστος, ανίκανος να κάνει κάτι (κυριολεκτικά: που είναι ικανός μόνο για να παίζει με τα αρχίδια του)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλαπαρχίδας
|