κλασέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ένα κλασέρ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική classeur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλασέρ ουδέτερο άκλιτο

Ο μηχανισμός ενός κλασέρ.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]