κοίταγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοίταγμα τα κοιτάγματα
      γενική του κοιτάγματος των κοιταγμάτων
    αιτιατική το κοίταγμα τα κοιτάγματα
     κλητική κοίταγμα κοιτάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοίταγμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοίταγμα (η μορφή) < κοιτάζω < αρχαία ελληνική κοιτάζω < κοίτη < κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.taɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοί‐ταγ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοίταγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοίταγμα < κοιτάζω, κοιταγ- + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοίταγμα ουδέτερο