κοιμητηριάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιμητηριάρης < κοιμητήριο + -άρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιμητηριάρης αρσενικό
- (αργκό, θρησκεία) ο μοναχός που είναι υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο μιας μονής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιμητηριάρης
|