κοινωνίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνίστρια οι κοινωνίστριες
      γενική της κοινωνίστριας των κοινωνιστριών
    αιτιατική την κοινωνίστρια τις κοινωνίστριες
     κλητική κοινωνίστρια κοινωνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινωνίστρια < κοινωνισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.noˈni.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νω‐νί‐στρι‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινωνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]