κοκκινο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκκινο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοκκινο-. Συγχρονικά αναλύεται σε κόκκιν(ος) + -ο-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.ci.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]κοκκινο-, κοκκινό- (ή κοκκιν- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στο κόκκινο χρώμα
- σε παρατακτικά σύνθετα
- δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό έχει κόκκινο χρώμα
- ιδίως σε ονομασίες ζώων, φυτών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κοκκινο-
- κοκκινό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
- κοκκιν- (όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη κόκκινος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκινο-
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκκινο- < κόκκιν(ος) + -ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]κοκκινο-
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κοκκινο-
- κοκκινό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
- κοκκιν- (όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόκκινος