κολοκύθα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολοκύθα | οι | κολοκύθες |
γενική | της | κολοκύθας | των | (κολοκυθών) |
αιτιατική | την | κολοκύθα | τις | κολοκύθες |
κλητική | κολοκύθα | κολοκύθες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολοκύθα < κολοκύθ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοκύθα < αρχαία ελληνική κολοκύνθη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.loˈci.θa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐κύ‐θα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολοκύθα θηλυκό
- κάθε μεγάλο κολοκύθι
- (φυτό) νεροκολοκύθα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κολοκύθα
Πηγές
[επεξεργασία]- κολοκύθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)