κομψά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομψά < κομψός
Επίρρημα
[επεξεργασία]κομψά (τροπικό)
- με καλαίσθητο κι επιμελημένο τρόπο
- με λεπτότητα και διακριτικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κομψά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κομψό