κοντάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντάκιο < (θρησκεία) μεσαιωνική ελληνική κοντάκιον < (ελληνιστική κοινή) κοντάκιον, υποκοριστικό του κόνταξ < αρχαία ελληνική κοντός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοντάκιο ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος, θρησκεία) ιδιαίτερα σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος
- (λόγιο) άλλη μορφή του κοντάκι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κοντάκιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοντάκιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)