κονταροχτυπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονταροχτυπώ < μεσαιωνική ελληνική κονταροκτυπώ

κονταροχτυπώ (παθητική φωνή: κονταροχτυπιέμαι)

  1. (κυριολεκτικά) χτυπώ κάποιον με κοντάρι κατά τη διάρκεια μιας κονταρομαχίας
  2. (μεταφορικά) αντιδικώ έντονα με κάποιον (σε λεκτικό ή άλλο επίπεδο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]