κοπελιάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοπελιάρι < κοπελιά + -άρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοπελιάρι ουδέτερο (αρσενικό κοπελάρι)

  1. (κρητικά) υποκοριστικό του κοπελιά