κοριτσάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοριτσάρα οι κοριτσάρες
      γενική της κοριτσάρας
    αιτιατική την κοριτσάρα τις κοριτσάρες
     κλητική κοριτσάρα κοριτσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοριτσάρα < κορίτσι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοριτσάρα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]