κορμοστασιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορμοστασιά οι κορμοστασιές
      γενική της κορμοστασιάς των κορμοστασιών
    αιτιατική την κορμοστασιά τις κορμοστασιές
     κλητική κορμοστασιά κορμοστασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορμοστασιά < κορμός + -ο- + στάση + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koɾ.mo.staˈsça/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορμοστασιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]