κοσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοσίζω < κόσα + -ίζω

κοσίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη κόσα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]