κοσμητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσμητής
- αυτός που στολίζει
- τίτλος αρχόντων
- αυτός που είχε υπό την ευθύνη του τους νέους στα γυμνάσια
- κοσμητής πόλεως: ο νομοθέτης