κοσμητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοσμητής < κοσμέω + -τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοσμητής

  1. αυτός που στολίζει
  2. τίτλος αρχόντων
    1. αυτός που είχε υπό την ευθύνη του τους νέους στα γυμνάσια
    2. κοσμητής πόλεως: ο νομοθέτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]