κουίζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουίζ < (άμεσο δάνειο) αγγλική quiz
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkui̯z/ (ως μονοσύλλαβο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουίζ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουίζ ουδέτερο άκλιτο
- (παιχνίδι) παιχνίδι που αναζητά απαντήσεις σε ερωτήσεις γνώσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)