κουκουδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουκουδώνω < κούκουδος + ‑ώνω

κουκουδώνω

  • (όσον αφορά στη συνουσία) βιάζω
    ※  15ος αιώνας, Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου, (σατιρικό και διδακτικό κείμενο), ανωνύμου, στ. 328 (στίχοι 328-332) @google.gr/books
    ἐγύρεψεν καὶ μὲ πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώσῃ,
    πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου
    ἔσωσάν με κ' ἐγκρεμνίστηκα ἐς τὴν θάλασσαν ἀπέσω
    κ᾿ ἐγλύτωσα τὴν συμφορὰν ἐκείνην ὅσην εἶδα,
    καὶ πλεὰ μὴ δοῦν τὰ μάτια μου τοιαύτην καταδίκην."
    W. Wagner, Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, 112-123 (εκδίδει κατά τον κώδικα Vindobonensis theol. gr. 244 και από τη βενετσιάνικη έκδοση του 1871)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]