κουρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κούρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρά οι κουρές
      γενική της κουράς των κουρών
    αιτιατική την κουρά τις κουρές
     κλητική κουρά κουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρά.[1] Η σημασία «κουρά μοναχού», μεσαιωνική.[2] Δεν σχετίζεται με το κούρα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρά
τονικό παρώνυμο: κούρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρά θηλυκό

  1. (λόγιο) το κούρεμα (ιδίως των προβάτων)
  2. (χριστιανισμός) θρησκευτική τελετή στον Ορθόδοξο μοναχισμό, κατά την οποία κάποιος γίνεται, από δόκιμος, μοναχός κουρεύονται τα μαλλιά του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κουρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρά < (άμεσο δάνειο) αρμενική քուրայ (kʿuray, καμίνι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρά θηλυκό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κουρά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρά θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) τελετή χειροτονίας ιερωμένου, με κουρά του κεφαλιού του → δείτε τη λέξη κουρά
  2. η ιδιότητα του μοναχού

Συγγενικά

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κουρᾱ́ αἱ κουραί
      γενική τῆς κουρᾶς τῶν κουρῶν
      δοτική τῇ κουρ ταῖς κουραῖς
    αιτιατική τὴν κουρᾱ́ν τὰς κουρᾱ́ς
     κλητική ! κουρᾱ́ κουραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κουρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κουραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κουρά < *κορ-σά > θέμα κορ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε και στο κείρω [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κουρά θηλυκό

  1. κοπή, κούρεμα, κλάδεμα
  2. κομμένο μαλλί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.