κούνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈku.ni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐νη‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κούνημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κουνώ
- (στον πληθυντικό) κουνήματα: (ειδικότερα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κουνώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κούνημα