κραιπάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κραιπάλη < αρχαία ελληνική κραιπάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κραιπνός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κραιπάλη θηλυκό

  1. μεγάλο μεθύσι
  2. (μεταφορικά) κοσμικές απολαύσεις, ηδονισμός, καλοπέραση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κραιπάλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κραιπάλη θηλυκό

  1. κραιπάλη