κρυσταλλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρυσταλλικός < αρχαία ελληνικήκρυστάλλινος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾis.ta.liˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /kɾis.ta.liˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /kɾis.ta.liˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]κρυσταλλικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από κρυστάλλους
- η ζάχαρη είναι κρυσταλλική ουσία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρυσταλλικός