κτηματαγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kti.ma.ta.ɣoˈɾa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κτηματαγορά θηλυκό
- ό,τι σχετίζεται με την αγοραπωλησία κτημάτων (τιμές, συνθήκες, όροι κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κτηματαγορά