κυβερνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.veɾ.ni.tiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]κυβερνητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κυβέρνηση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που είναι φιλικά διακείμενος προς την κυβέρνηση
- που έχει σχέση με το κόμμα ή τα κόμματα που στηρίζουν μια κυβέρνηση ή ανήκει σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κυβερνητική
- → δείτε τη λέξη κυβερνώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβερνητικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυβερνητικός < κυβερνάω + -τικός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerb- (στρέφω) ή προελληνική
Επίθετο
[επεξεργασία]κυβερνητικός, -ή, -όν
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)