κυβερνοκουλτούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυβερνοκουλτούρα < κυβερν(ώ) + -ο- + κουλτούρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberculture
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβερνοκουλτούρα θηλυκό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) cyberculture: ο πολιτισμός του διαδικτύου· η νοοτροπία και η συμπεριφορά στον κυβερνοχώρο, που αναπτύσσεται από τους τρόπους επικοινωνίας, ψυχαγωγίας, επιχειρήσεων, κλπ. που παρέχει η ύπαρξη του διαδικτύου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβερνοκουλτούρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)