κυματογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κινηματογράφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυματογράφος οι κυματογράφοι
      γενική του κυματογράφου των κυματογράφων
    αιτιατική τον κυματογράφο τους κυματογράφους
     κλητική κυματογράφε κυματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυματογράφος < κύμα + -γράφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ondographe)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.ma.toˈɣɾa.fos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυματογράφος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]