κυναγέταις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυναγέταις < Ήδη, τύπος δοτικής στη μυκηναϊκή 𐀓𐀙𐀐𐀲𐀂 (ku-na-ke-ta-i, κυναγέταις)[1]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κῠνᾱγέταις αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κυνηγός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.